Νεοπτόλεμος — New warrior masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νεοπτόλεμος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν ήρωας, γιος του Αχιλλέα και της Διηδάμειας, θυγατέρας του Λυκομήδη· ο N., ο οποίος ονομαζόταν και Πύρρος, ανατράφηκε στο ανάκτορο του παππού του στη Σκύρο. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, ο Ν.… … Dictionary of Greek
Неоптолем — (Νεοπτόλεμος; другое его имя было Пирр Πύρρος) сын Ахилла и Дейдамии, дочери Ликомеда, был воспитан у своего деда на Скиросе, но после того как предсказатель Гелен объявил, что Троя без Н. и Филоктета не может быть завоевана, Одиссей привез его в … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Νεοπτολέμοιο — Νεοπτόλεμος New warrior masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νεοπτολέμου — Νεοπτόλεμος New warrior masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νεοπτολέμῳ — Νεοπτόλεμος New warrior masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νεοπτόλεμε — Νεοπτόλεμος New warrior masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νεοπτόλεμον — Νεοπτόλεμος New warrior masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Неоптолем — (Neoptolemus, Νεοπτόλεμος). Сын Ахиллеса и Дейдамии, называемый также Пирром, т. е. “Белокурым”. Неоптолем сражался под Троей и был одним из героев, спрятавшихся в деревянном коне. Он убил Приама и дочь его Поликсену. При разделе добычи ему… … Энциклопедия мифологии
θεόφιλος — I (4ος αι. π.Χ.). Ποιητής της Μέσης κωμωδίας. Διασώθηκαν οι τίτλοι οκτώ κωμωδιών του: Ιατρός, Παγκράτεια, Βοιωτία, Νεοπτόλεμος, Επιδαύριος, Προιτίδες, Απόδημος και Φίλαυλος. Ο προτελευταίος και τελευταίος τίτλος αναφέρονται, αντίστοιχα, στα… … Dictionary of Greek
Φιλοκτήτης — Ήρωας της ελληνικής μυθολογίας. Ο μύθος τον απεικονίζει οπλισμένο με άσφαλτα βέλη, που του τα είχε δωρίσει ο Ηρακλής. Έλαβε μέρος στην εκστρατεία της Τροίας, αλλά κατά τη διάρκεια του ταξιδιού οι σύντροφοί του τον εγκατέλειψαν στη Λήμνο, εξαιτίας … Dictionary of Greek